προέχω

προέχω
ΝΜΑ προὔχω Α
1. εξέχω προς τα εμπρός, προεξέχω («ἀκτὴ προέχουσα ἐς τὸν πόντον», Ηρόδ.)
2. μτφ. είμαι ανώτερος, υπερέχω («ἱστορέων δὲ εὕρισκε Λακεδαιμονίους καὶ Ἀθηναίους προέχοντας, τοὺς μὲν τοῡ Δωρικοῡ γένους, τοὺς δὲ τοῡ Ἰωνικοῡ», Ηρόδ.)
3. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο προύχων
ο πρόκριτος, ο διακεκριμένος
νεοελλ.
(ως τριτοπρόσ. και ως απρόσ.) προέχει
βρίσκεται πάνω από όλα, έχει πρωτεύουσα σημασία («προέχει η εθνική μας ανεξαρτησία»)
2. φρ. «προέχων σπόνδυλος»
ανατ. ο έβδομος αυχενικός σπόνδυλος τού οποίου η ακανθώδης απόφυση προεξέχει
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) έχω κάποιον ή κάτι μπροστά (α. «τὼ χεῑρε προέχων ἐνεπόδιζον τὸν παίοντα», Ξεν.
β. «προύχοντο ἐκάστοθι ἐννέα ταύρους», Ομ. Οδ.)
2. κρατώ κάποιον ή κάτι μπροστά («κακκᾱν δ' ἂν οὐκ ἔφθης φράσαι, κἀγὼ λαβὼν θύραζε ἐξέφερον ἂν καὶ προὐσχόμην σε», Αριστοφ.)
3. γνωρίζω κάτι εκ τών προτέρων ή πληροφορούμαι για κάτι εκ τών προτέρων («μηδέ τινὰ εὐεργεσίαν αὐτοῡ προέχων», Δίων. Κάσα)
4. λαμβάνω κάτι προηγουμένως
5. προτιμώμαι περισσότερο από άλλον («κοὔποτ' ἔκ γ' ἐμοῡ τιμὴν προέξουσ' οἱ κακοὶ τῶν ἐνδίκων», Σοφ.)
6. προηγούμαι, προπορεύομαι
7. υπερβαίνω («μικρὸν προέχειν ἐν τοῑς μεγάλοις μᾱλλον ἢ πολὺ διαφέρειν ἐν τοῑς μικροῑς», Ισοκρ.)
8. μέσ. προέχομαι
α) προβάλλω κάτι ως πρόφαση
β) προσφέρω
9. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) προέχων, -ουσα, -ον
αυτός που λαμβάνει κάτι πρώτος
10. φρ. «οὐ προέχει» — δεν ωφελεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προέχω — προέχω hold before pres subj act 1st sg προέχω , προέχω hold before pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχόμενον — προέχω hold before aor part mid masc acc sg προέχω hold before aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχόντα — προέχω hold before aor part act neut nom/voc/acc pl προέχω hold before aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχόντων — προέχω hold before aor part act masc/neut gen pl προέχω hold before aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσχετε — προέχω hold before aor imperat act 2nd pl προέχω hold before aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσχῃ — προέχω hold before aor subj mp 2nd sg προέχω hold before aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχεῖν — προέχω hold before aor inf act (attic epic doric) προσχέω pour to pres inf act (attic epic doric) προσχέω pour to pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχομένη — προέχω hold before aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχοίη — προέχω hold before aor opt act 3rd sg προσχέω pour to pres opt act 3rd sg προσχόω pres opt act 3rd sg προσχώννυμι heap upon pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχοίης — προέχω hold before aor opt act 2nd sg προσχέω pour to pres opt act 2nd sg προσχόω pres opt act 2nd sg προσχώννυμι heap upon pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”